- θηριακός
- -ή, και θεριακή, -ό (ΑΜ θηριακός, -ή, -όν) [θηρίο](φαρμ.) το θηλ. ως ουσ. η θηριακήφάρμακο που χρησιμοποιούσαν παλιότερα ως αντίδοτο σε δηλητηριώδη δαγκώματααρχ.1. αυτός που ασχολείται με τα θηρία2. αυτός που αναφέρεται στα άγρια ζώα3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θηριακάτίτλος ποιήματος τού Νικάνδρου που πραγματευόταν για τα φάρμακα κατά τών δηλητηριωδών δαγκωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.